- πεταχτούλης
- ο , πεταχτούλα η живой, бойкий паренёк, живая, бойкая девушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεταχτούλης — α, ικο, Α 1. αυτός που έχει χαριτωμένη ευκινησία στις κινήσεις του 2. (για γυναίκα) α) ευκίνητη και ζωηρή β) προκλητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταχτός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. νοστιμ ούλης)] … Dictionary of Greek